18.6.07

ΓΙΑΤΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΩ

Κοίτα πως κυματίζουν τα μαλλιά της

οι άκρες των ματιών της πώς φωτίζονται

μ’ ένα χρώμα παράξενο και συνηθισμένο

όπως περνά μέσα απ’ τις πολυκατοικίες,

όταν δίνει τα λεφτά για ν’ αγοράσει

και παίρνει ρέστα μαζί με τα τσιγάρα.

Γι’ αυτό, γι’ αυτό ίσως την αγαπώ.

Κι όταν τα χέρια της σχηματίζουν σχήματα

Κύκλους, τρίγωνα, πολύγωνα, ρόμβους

Δίνοντας ζωή σε μια ιδέα πύρινη

χιλιοειπωμένη και πρωτάκουστη,

οι λέξεις βγαίνουν σα χείμαρρος

ή σαν τις πατούσες ενός μωρού

που δεν έχει ακόμα περπατήσει

Βελούδινες.

Γι’ αυτό, γι’ αυτό πρέπει να την αγαπώ.

Κι αν όχι γι’ αυτό, τότε γιατί;

Για τα βήματά της που ακούγονται

πίσω απ’ τη γωνιά ενός συννεφιασμένου

απογεύματος, χωρίς ρυθμό, κουρασμένα,

βάζοντας την υπογραφή τους στο πλακόστρωτο.

Γι’ αυτό μπορεί και να την αγαπώ.

Μα πιο πολύ για όσα δε σου είπα

2.6.07

ΤΟ ΜΠΑΡΟΚ ΤΗΣ ΕΠΩΔΥΝΗΣ ΤΖΙΒΑΝΑΣ

Θέλω να τσαλαβουτήσω στη φωτιά σου.

Άλλη μια ψάθα για κλάσιμο..

κι ο φλοίσβος να χαϊδεύει απαλά τα δυο σου στήθη.

Οι αναδρομικές κραυγές της παραφουσκωμένης ανυπαρξίας

να πάλλονται στο λαβύρινθο των καταπονημένων μας αισθητηρίων,

μια φλούδα από πεπόνι να μου γλύφει το δάχτυλο

κι η ξεραμένη μπύρα να κολλάει στα μπούτια σου.

Κι έπειτα σιωπή..

κι ούτε ρομαντισμοί, ούτε αστέρια.

Μόνο η άλουστη Βερενίκη να χάνει την παρθενιά της

με τον αφρό ξυρίσματος

κι ένα κάτασπρο τέρας με μαύρο πρόσωπο

να πατάει το φεγγάρι με μικρομέγαλα βήματα.

Η σιωπή και τα κλάξον των αυτοκινήτων να μπερδεύονται

στην αέναη πάλη των τάξεων

-αγάπη μου δεν ήρθες προχθές

κι η φωτιά σου έσβησε από τα τσαλαβουτήματα-

κι από τον έβδομο όροφο της πολυεθνικής

μια χαλασμένη γραμμή από κάμπιες

να σέρνεται ως το γλιτσιασμένο πεζοδρόμιο με τυμπανοκρουσίες.

Υπάρχει αγάπη τελικά;

ΕΝΤΟΜΑ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ

Από μικρός το ήθελα πολύ να γίνω.

Αλλά δεν έγινα.

Κι έτσι η κοινωνία έχασε έναν.

Μακάρι να έτρεχα κυνηγημένος

μέσα στη σιγαλιά της βαμβακοφυτείας

αλλά ποτέ δεν βρήκα θάρρος

να αψηφήσω το μαστίγιο.

Κι έτσι αποφάσισα πως δεν υπήρχε

ούτε μαστίγιο, ούτε αλυσίδες..

έφτιαξα το καρότο στο μυαλό μου

βλέποντας πολύχρωμες διαφημίσεις.

Κι έτσι, από μικρός που τό ’θελα να γίνω

ποτέ δεν έγινα

και πάντα η κοινωνία χάνει κι έναν.

Η άσπρη λάμπα του ουρανού

μας κάνει να ιδρώνουμε.

Η κίτρινη μας φέρνει ύπνο κι όνειρα και σκέψεις.

Γι’ αυτό κι όλες οι λάμπες φτιάχνονται άσπρες.

Τις φτιάχνουν για μας οι ιδρωτοφάγοι.

Όταν στο λέω απλά, δεν το καταλαβαίνεις.

Δεν θέλω πια να καταλάβεις, σε βαρέθηκα!

Ας φάμε τα σκατά από το ίδιο τσουκάλι

εγώ ας τα βλέπω όπως είναι κι εσύ σαν γιορτινό τραπέζι

-όπως και να έχει θα τα φάμε-

Δώσαμε ραντεβού γύρω απ’ τον ήλιο

σε μια σφαίρα που τρέχει με ταχύτητα

κι από τον ίλιγγο που νιώσαμε

γίναμε χιμπατζήδες και δεινόσαυροι

κι όχι αυτό που έπρεπε να γίνουμε. Θεοί.

Την επόμενη φορά, ας δώσουμε ραντεβού με την Ιστορία.

Μπορεί να είμαστε τυχεροί και να γίνουμε

τυφλά, κουφά έντομα των σπηλαίων

μέσα στη σούπα Της.

Δεν θα δούμε ούτε θ’ ακούσουμε την κατάντια μας

κι ούτε που θα μας νοιάζει αλήθεια,

αφού θα έχουμε πνιγεί.

Και κάτι τελευταίο πριν τις διαφημίσεις:

Όποιος από μικρός το ήθελε πολύ να γίνει

αλλά δεν έγινε

κι η κοινωνία μ’ αυτόν τον τρόπο έχασε έναν,

αν αγοράσει απ’ τον Δικό μας Θάνατο θα έχει

30% έκπτωση κι εγγύηση για ένα χρόνο..